λαχαναγορά

λαχαναγορά
η
η αγορά όπου πουλιούνται λαχανικά, λαχανοπάζαρο: Από τη λαχαναγορά ψωνίζει κανείς φθηνότερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαχαναγορά — η τόπος όπου πωλούνται και αγοράζονται λαχανικά και φρούτα, λαχανοπάζαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στα Πρακτικά δημοτικού συμβουλίου Αθηνών στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπάζαρο — το λαχαναγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + παζάρι. Η λ., στον λόγιο τ. λαχανοπάζαρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπάζαρο — το η λαχαναγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράγκο — το (λ. ιταλ.) 1. νομισματική μονάδα της Ελβετίας και ως το 2001 της Γαλλίας και του Bελγίου. 2. εμπορικός όρος που σημαίνει ότι η τιμή ενός εμπορεύματος περιλαβαίνει όχι μόνο την αξία του, αλλά και ναύλα, ασφάλιστρα, εισαγωγικό δασμό και κόμιστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”